- εἰναλίδινος
- εἰνᾰλίδῑνος [λῐ], η, ον,A = ἐν ἁλὶ δινεύων, αἴθυιαι Arat.918.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ειναλίδινος — εἰναλίδινος, η, ον (Α) «ὁ ἐν ἁλὶ δινεύων» αυτός που στριφογυρίζει μέσα στη θάλασσα … Dictionary of Greek
εἰναλιδίνας — εἰναλιδίνᾱς , εἰναλίδινος fem acc pl εἰναλιδίνᾱς , εἰναλίδινος fem gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)